Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)' πολυτελής (

  • 1 πολυτελής

    [политэлис] εκ. роскошный, пышный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολυτελής

  • 2 роскошный

    επ., βρ: -шен, -щёна, -шно.
    1. πολυτελής• πλούσιος, πλουσιοπάροχος• λουσάτος•

    роскошный обед πλούσιο γεύμα•

    -ое платье πολυτελές (λουσάτο) φόρεμα•

    роскошный особняк πολυτελής έπαυλη•

    -ая жизнь πολυτελής ζωή• χλιδή•

    -ое издание πολυτελής έκδοση•

    роскошный край η πλούσια περιοχή (τόπος).

    2. θαυμάσιος, έξοχος, θεσπέσιος•

    -ая природа θαυμάσια φύση•

    -ая погода θαυμάσιος καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > роскошный

  • 3 роскошный

    роскошн||ый
    прил πολυτελής, πλούσιος:
    \роскошный обед τό πλούσιο γεύμα· \роскошный особняк ἡ πολυτελής βίλλα· \роскошныйые волосы τά πλούσια μαλλιά· \роскошныйое издание ἡ πολυτελής ἐκδοση.

    Русско-новогреческий словарь > роскошный

  • 4 пышный

    пышный πλούσιος (тж. о волосах )' πολυτελής (роскошный)
    * * *
    πλούσιος (тж. о волосах); πολυτελής ( роскошный)

    Русско-греческий словарь > пышный

  • 5 роскошный

    Русско-греческий словарь > роскошный

  • 6 небогатый

    επ., βρ: -гат, -а, -ο.
    1. όχι και πλούσιος• εύπορος.
    2. (για πράγματα) όχι και πολυτελής, λίγο πολυτελής.
    3. ανεπαρκής, πενιχρός• περιορισμένος•

    небогатый запас знаний πανι-χρές γνώσεις•

    небогатый выбор περιορισμένη ποικιλία, πενιχρά πράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > небогатый

  • 7 пышный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. αφράτος• απαλός•

    пышный снег αφράτο χιόνι•

    -ая булка αφράτη φραντζόλα•

    - ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.

    || πυκνός, δασύς•

    -ые волосы πυκνά μαλλιά,

    2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•

    пышный убор πολυτελές στόλισμα•

    пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.

    3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•

    -ые фразы πομπώδεις φράσεις.

    4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•

    -ое платье φουσκωτό φόρεμα.

    Большой русско-греческий словарь > пышный

  • 8 богатый

    богат||ый
    1. прил πλούσιος;
    2. прил (обильный) ἀφθονος, πλούσιος:
    \богатый урожай ἡ ἄφθονη (или πλούσια) σοδειά;
    3. прил (роскошный, великолепный) πολυτελής, βαρύτιμος;
    4. м ὁ πλούσιος, ὁ ἐδπορος.

    Русско-новогреческий словарь > богатый

  • 9 великолепиеный

    великолепие||ный
    прил
    1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·
    2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:
    \великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας.

    Русско-новогреческий словарь > великолепиеный

  • 10 пышный

    пышн||ый
    прил
    1. (великолепный) μεγαλοπρεπής, πολυτελής/ λαμπρός (роскошный)/ πλούσιος (богатый)/ πομπώδης (помпезный):
    \пышныйая растительность ὁργιώδης βλάστηση·
    2. (о волосах и т. п.) πλούσιος, πυκνός· ◊ \пышныйый пиро́г ἡ φουσκωτή πήττα.

    Русско-новогреческий словарь > пышный

  • 11 пышный

    [πύσνυϊ] επ. πολυτελής, πομπώδης

    Русско-греческий новый словарь > пышный

  • 12 роскошный

    [ρασκόσνυΐ] εκ. πολυτελής

    Русско-греческий новый словарь > роскошный

  • 13 пышный

    [πύσνυϊ] επ πολυτελής, πομπώδης

    Русско-эллинский словарь > пышный

  • 14 роскошный

    [ρασκόσνυϊ] επ πολυτελής

    Русско-эллинский словарь > роскошный

  • 15 блестящий

    επ., βρ: -тящ, -а, -е
    λαμπρός, σπινθηροβόλος•

    -ие глаза σπινθηροβόλα μάτια.

    || μτφ. πολυτελής•

    блестящий наряд λαμπρή στολή.

    || εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος•

    блестящий оратор υπέροχος ρήτορας•

    блестящий успех λαμπρή επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > блестящий

  • 16 богатый

    επ., βρ: -гат, -а, -о
    1. πλούσιος•

    -ая страна πλούσια χώρα•

    богатый человек πλούσιος άνθρωπος.

    ουσ. ο πλούσιος•

    богатый и в будни пирует, а бедный в праздник горюет παρμ. ο πλούσιος και τις καθημερινές γλεντάει, όμως ο φτωχός και τις γιορτές πικραίνεται.

    2. πολυτελής•

    -ое убранство πλούσια επίπλωση.

    3. μτφ. μεγάλος, αρκετός•

    богатый урожай μεγάλη σοδειά•

    богатый опыт πλούσια πείρα.

    εκφρ.
    чем -ты, тем и рады – (σε μουσαφίρη) ό,τι υπάρχει στο φτωχικό μας θα φάμε.

    Большой русско-греческий словарь > богатый

  • 17 великолепный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно
    1. πολυτελής, λουσάτος• μεγαλοπρεπής.
    2. θαυμάσιος,εξαίσιος, εξαίρετος, λαμπρός.

    Большой русско-греческий словарь > великолепный

  • 18 царский

    επ.
    τσαρικός, βασιλικός•

    -ая корона η τσαρική κορόνα•

    царский престол τσαρικός θρόνος•

    -ая россия η τσαρική Ρωσία•

    -ое правительство τσαρική κυβέρνηση•

    -ое самодержавие τσαρική απολυταρχία.

    || πολυτελής•

    царский подарок πολυτελές (βασιλικό) δώρο.

    εκφρ.
    -ие врата ή двери – (εκκλσ.) η πύλη του τέμπλου, του εικονοστασίου.

    Большой русско-греческий словарь > царский

См. также в других словарях:

  • πολυτελής — very expensive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα …   Dictionary of Greek

  • πολυτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. πολυέξοδος, πολυδάπανος: Κάνει ζωή πολυτελή. 2. μεγαλοπρεπής, πλούσιος, λουσάτος: Πολυτελής έκδοση βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτέλης — πολυτελέω to be extravagant imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελῆ — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυτελής very expensive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελέστερον — πολυτελής very expensive adverbial comp πολυτελής very expensive masc acc comp sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελεστάτων — πολυτελής very expensive fem gen superl pl πολυτελής very expensive masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελεστέραις — πολυτελής very expensive fem dat comp pl πολυτελεστέρᾱͅς , πολυτελής very expensive fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελεστέρων — πολυτελής very expensive fem gen comp pl πολυτελής very expensive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελέα — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελές — πολυτελής very expensive masc/fem voc sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»